τελεογονος

τελεογονος
    τελεόγονος
    τελεό-γονος
    2
    рождающийся зрелым, доношенный Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τελεογονος" в других словарях:

  • τελεόγονος — ον, Α αυτός που γεννήθηκε τέλειος, μετά την κανονική συμπλήρωση τού χρόνου τής κυοφορίας («τὰ μὲν τελεόγονα τῷ χρόνῳ ἔτεκεν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παλαιό γονος. Η προπαροξυτονία… …   Dictionary of Greek

  • τελεόγονα — τελεόγονος bearing perfect young neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»